- ὑποσείσας
- ὑποσείσᾱς , ὑποσείωrotateaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποσείω — ὑποσείω ΝΑ, και επικ. τ. ὑποσσείω Α [σείω] 1. σείω από κάτω 2. σείω, κουνώ κάτι ελαφρά αρχ. 1. κοσκινίζω («ὑποσείσας τὸ λεπτότατον ἄλευρον», Γαλ.) 2. προτείνω ή ρίχνω κάτι σε κάποιον … Dictionary of Greek